- ἀρρωστήματος
- ἀρρώστημαillnessneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀρρωστήματος — ἀρρωστήματος , ἀρρώστημα illness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)